σκέψεις

σκέψεις
σκέψις
viewing
fem nom/voc pl (attic epic)
σκέψις
viewing
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… …   Dictionary of Greek

  • προβληματίζω — ΝΜ [πρόβλημα, ατος] νεοελλ. 1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει») 2. μέσ. προβληματίζομαι (ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιαστής — Σοφιολογικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το προτελευταίο από τους πέντε κυλίνδρους που διάβαζαν στις μεγάλες γιορτές. Ο άγνωστος συγγραφέας του, σύμφωνα με το φιλολογικό σχήμα, εκθέτει τις σκέψεις του με το όνομα του Σολομώντα, του κύριου σοφού… …   Dictionary of Greek

  • εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη …   Dictionary of Greek

  • ετερογνώμων — ἑτερογνώμων, ον (ΑΜ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη μσν. (για τη θέληση τού Χριστού αναφορικά με την ανθρώπινη και τη θεία υπόστασή του) διαφορετικός, ξεχωριστός στη σκέψη αρχ. 1. αυτός που έχει ευμετάβλητες σκέψεις, ασταθή νου 2. (για σκέψεις) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”